- καταπληκτικῶν
- καταπληκτικόςstrikingfem gen plκαταπληκτικόςstrikingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πληθυσμός — Το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σ’ έναν ορισμένο χώρο. Κατ΄ επέκταση, ο όρος, κυρίως υπό την επίδραση της αγγλοσαξονικής ορολογίας, πήρε πλατύτερη έννοια, ώστε σήμερα να γίνεται λόγος π.χ. για αγροτικό π., για αστικό π., για π. μαθητών ή ακόμα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Γεωλογικό Απειράνθου (Νάξου) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1966, με πρωτοβουλία του ντόπιου πολιτικού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, αλλά έκλεισε στη διάρκεια της δικτατορίας. Το 1987 επαναλειτούργησε, με πρωτοβουλία του Μανώλη Γλέζου, και από τότε στεγάζεται στο κτίριο του δημοτικού… … Dictionary of Greek
Σενναχειρίμ — Αναφέρεται και ως Σενναχερίμπ. Ασσύριος βασιλιάς. Γιος, ίσως, του Σαλμανασάρ E’, διαδέχτηκε το 704 π.Χ. τον Σαργών B’. Κληρονομώντας ένα ισχυρό, αλλά υπονομευόμενο από διάφορες χωριστικές τάσεις, κράτος, ο Σ. βρέθηκε από την αρχή της βασιλείας… … Dictionary of Greek